- χαλᾶς
- χαλᾶ̱ς , χαλάωAër.pres ind act 2nd sg (doric)χαλᾶ̱ς , χαλάωAër.fut ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλᾷς — χαλάω Aër. pres subj act 2nd sg χαλάω Aër. pres ind act 2nd sg (epic) χαλάω Aër. fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούστο — το 1. νοστιμάδα 2. καλαισθησία 3. ευχαρίστηση 4. προτίμηση, εκλογή 5. φρ. α) «δεν τόν κάνω γούστο» δεν μού αρέσει β) «έχει γούστο να...» (ειρωνικά) θα ήταν διασκεδαστικό να συμβεί κάτι ανεπιθύμητο γ) «κάνω γούστο» περνώ ευχάριστα την ώρα μου δ)… … Dictionary of Greek
αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
καλομαθαίνω — καλόμαθα, καλομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά: Μην του καλομαθαίνεις την τέχνη, γιατί θα σε ξεπεράσει. 2. κάνω κάποιον να αποκτήσει καλές συνήθειες: Αυτός είναι καλομαθημένος άνθρωπος. 3. κακοσυνηθίζω: Τον καλόμαθες να μην του χαλάς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)